μεινίσκω

μεινίσκω
και μεινέσκω και μενέσκω και μνέσκω και μνίσκω
1. παύω, σταματώ
2. προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι
3. παραμένω σε μια κατάσταση ή διάθεση
4. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, γίνομαι
5. παραμένω στην ίδια θέση, μένω ακίνητος
6. χρονοτριβώ
7. διατηρούμαι, διαρκώ
8. εμμένω
9. μένω πιστός, υπακούω
10. (το μέσ.) απομένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μειν- τού αορ. ἔμειν-α τού μένω + θαμιστ. κατάλ. -ίσκω (πρβλ. αναλ-ίσκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μνέσκω — και μνήσκω και μνίσκω βλ. λ. μεινίσκω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”